-
1 μέθοδος
A following after, pursuit,νύμφης μέθοδον ποιεῖσθαι Anon.
ap. Suid. s.v. ζεῦγος ἡμιονικόν (EM409.35):—hence,II pursuit of knowledge, investigation, Pl.Sph. 218d, 235c, al.; μ. ποιεῖσθαι to pursue one's inquiry, ib. 243d;ἐν τῇ πρώτῃ μ. Arist.Pol. 1289a26
: hence, treatise, Dam.Pr. 451.2 mode of prosecuting such inquiry, method, system, Pl.Phdr. 270c, Arist.EN 1129a6, Pol. 1252a18, etc.;ἡ διαλεκτικὴ μ. Pl.R. 533c
, Arist.Rh. 1358a4; joined with τέχνη, Id.EN 1094a1, cf. Phld.Rh.1.32 S.; μ. ἔχειν to have a plan or system, Arist.Top. 101a29;ἡ περὶ τὸν πίνακα μ. Plu.Rom.12
.4 'methodic' medicine,ἰητὴρ μεθόδου.. προστάτα Epigr.Gr.306
([place name] Smyrna), cf. Julian. ap.Gal.18(1).256.5 Rhet., means, τῆς εὑρέσεως, τοῦ κατορθοῦν, τοῦ ἀνεπαχθῶς ἑαυτὸν ἐπαινεῖν, Hermog.Meth.2,22,25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέθοδος
-
2 πίναξ
A board, plank,πίνακάς τε νεῶν Od.12.67
;εὐγόμφοισιν.. πινάκεσσιν Opp.H.1.194
, cf. πινακηδόν; πίνακος κουρά sawdust, Hsch.: hence of things made of flat wood, metal, etc.,1 drawing- or writing-tablet, = δέλτος, γράψας ἐν π. πτυκτῷ Il.6.169;πίναξιν.. ἐγγεγραμμένα A.Supp. 946
;πινάκων ξεστῶν δέλτοι Ar.Th. 778
;ἐν χρυσῷ π. γράψαντες Pl.Criti. 120c
, cf. R. 501a; of a votive tablet hung on the image of a god, A.Supp. 463, cf. Arist.Pol. 1341a36, IG42(1).121.24(Epid., ivB. C., pl.), Herod.4.19, Str.8.6.15(pl.), etc.; Πίνακες tables or catalogues of authors, name of a work by Callimachus, D.L. 8.86, cf. Ath.6.244a, 13.585b, Suid. s.v. Καλλίμαχος; lists of philosophers, Plu.Sull.26;αἵ τ' ἀναγραφαὶ τῶν π. αἵ τε βυβλιοθῆκαι Phld. Sto.339.13
.2 trencher, platter,κρειῶν πίνακας παρέθηκεν Od.1.141
, cf. 16.49; ἐπ' ἀργυροῦ π. Philippid.9.4;π. χαλκοῦς Ath.4.128d
; salver,πίνακα.. μέγαν, ἔχοντα μικροὺς πέντε πινακίσκους Lync.1.5
, cf. 17,19;πίνακες ὑέλινοι Aët.7.106
.3 board for painting on, picture, Simon.178, Anaxandr.33.2;π. οἱ γραφόμενοι Thphr.HP5.7.4
, cf. IG 11(2).161A75 (Delos, iii B. C.).4 generally, plate with anything drawn or engraved on it, χάλκεος π., of a map, Hdt.5.49, cf. Plu. Thes.1; π. γεωγραφικός, first made by Anaximander, Str.1.1.11.5 board or tablet on which astronomical tables were drawn, ἡ περὶ πίνακα μέθοδος the art of casting nativities, Plu.Rom.12; ἀγυρτικοὶ π. Id.Comp.Arist.Cat.3, cf.πινάκιον 11.3
.b prov., ἐκ πίνακος καὶ πυλαίας, of a trivial fiction, Id.2.386b.6 public notice-board or register,π. ἐκκλησιαστικός D.44.35
, etc.; but δαμόσιος π. public archive, SIG 671A15 (Delph., ii B. C.). -
3 πίναξ
πίναξ, ακος, ὁ (nach Einigen mit pinus verwandt, eigtl. sichtenes Brett, nach Buttmann mit πλάξ zusammenhangend, wie auch sonst ν und λ wechseln; fälschlich von πίνω abgeleitet, Trinkschaale), das Brett; Od. 12, 67, Bretterwerk der Schiffe; Opp. Hal. 1, 194 u. A., vgl. πινακηδόν u. Schol. daselbst; – eine Tafel, auf der man Zeichen einkratzt, Il. 6, 169, u. so für Schreibtafel bei den Folgdn; ταῠτ' οὐ πίναξίν ἐστιν ἐγγεγραμμένα, Aesch. Suppl. 924; ἐν χρυσῷ πίνακι γράψαντες, Plat. Critia. 120 c; Dem. 43, 18 u. sonst. – In der Od. 1, 141. 4, 57. 16, 49, κρειῶν πίνακας, hölzerne Tafeln, welche die Stelle der Schüsseln vertreten; ξεστοὶ πίνακες Ar. Th. 778; welche Benennung auch für die späteren irdenen und silbernen blieb; Ath. oft aus comic. – Rechentafel, Plut. – Zeichnung, Gemälde, Her. 5, 49; weil sie auf hölzerne Tafeln gemacht wurden, Ath. XII, 543 u. sonst; Dem. 44, 35; Anschlagebrett, Etwas bekannt zu machen, Verzeichniß, Landkarte, Plut. Thes. 1; Inhaltsanzeige, Register u. dgl., Sp. – Bei Plut. Rom. 12 ist ἡ περὶ τὸν πίνακα μέϑοδος die Astrologie; εἰς ἀγυρτικοὺς κατέβαλε πίνακας ἡ πενία, als Zeichen eines herumziehenden Bettlers, compar. Arist. 3.
-
4 πίναξ
πίναξ, ακος, ὁ (mit pinus verwandt, eigtl. fichtenes Brett), das Brett; Bretterwerk der Schiffe; eine Tafel, auf der man Zeichen einkratzt u. so für Schreibtafel; κρειῶν πίνακας, hölzerne Tafeln, welche die Stelle der Schüsseln vertreten, welche Benennung auch für die späteren irdenen und silbernen blieb; Rechentafel, Zeichnung, Gemälde, weil sie auf hölzerne Tafeln gemacht wurden; Anschlagebrett, etwas bekannt zu machen, Verzeichnis, Landkarte; Inhaltsanzeige, Register; ἡ περὶ τὸν πίνακα μέϑοδος die Astrologie; εἰς ἀγυρτικοὺς κατέβαλε πίνακας ἡ πενία, als Zeichen eines herumziehenden Bettlers
См. также в других словарях:
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι … Dictionary of Greek
Ντεκάρ, Ρενέ — (Rene Descartes, Λα E, Τουρέν 1596 – Στοκχόλμη 1650). Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός. Σπούδασε έως το 1612 στο κολέγιο των ιησουιτών Λα Φλες. Από την οικογένειά του προοριζόταν για το στρατιωτικό επάγγελμα· στρατεύτηκε στην υπηρεσία του ηγεμόνα … Dictionary of Greek
Απολλώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κρόνος (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Κυρηναία, δάσκαλος του φιλοσόφου Διόδωρου. 2. Α. ο Ρόδιος (Αλεξάνδρεια 295; – Ρόδος 215; π.Χ.). Ο επιφανέστερος επικός ποιητής της αλεξανδρινής περιόδου. Παιδαγωγός… … Dictionary of Greek
ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
σύνθεση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση. Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο … Dictionary of Greek